imageimageimageimage

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

επίμοχθος -επίμοχθη -επίμοχθο (επίθετο) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ επί + μόχθος ‹ μογέω ‹ μόγος = κόπος] αυτός που γίνεται με κόπο, κουραστικός, επίπονος: "επίμοχθες προσπάθειες" συνώνυμα: πολύμοχθος, κοπιαστικός αντίθετα: άμοχθος, αμόχθητος.

επιλέγω (ρήμα)
λέω κάτι στο τέλος του λόγου μου, λέω σαν επίλογο, προσθέτω τελικά: "επιλέγοντας με δύο λόγια έκλεισε τη βραδιά"
κάνω επιλογή, διαλέγω τον καλύτερο, εκλέγω: "επέλεξε τους καλύτερους μαθητές για το διαγωνισμό"
(το μέσο) επιλέγομαι, επονομάζομαι: "ο Αί-"ημήτρης επιλέγεται Μυροβλήτης".

επίτευξη η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ επί + τευξη ‹ τυγχάνω] επιτυχία, πραγματοποίηση, κατόρθωμα: "είναι αδύνατη η επίτευξη τόσο ψηλής θερμοκρασίας".

αναπόδραστος -αναπόδραστη -αναπόδραστο (επίθετο) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ στερ. α + αποδιδράσκω = δραπετεύω, ξεφεύγω] αναπόφευκτος, αναγκαίος: "αναπόδραστο κακό" αντίθετα: αποφευκτός.
προκόβωπροοδεύω, ευδοκιμώ

αψίκορος -αψίκορη -αψίκορο (επίθετο) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ αψι ‹ άπτω + κόρος = κορεσμός]
αυτός που χορταίνει γρήγορα
(μτφ.) αυτός που αλλάζει γρήγορα ορέξεις και επιθυμίες: "ενθουσιάζεται γρήγορα, αλλά είναι άνθρωπος αψίκορος" συνώνυμα: ευμετάβλητος, άστατος αντίθετα: σταθερός.

πλησίστιος -πλησίστια -πλησίστιο (επίθετο) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :πλησ (πίμπλημι*) -ιστι (ιστίο) -ος]
για ιστιοφόρα, αυτό που πνέει με φουσκωτά πανιά
(μτφ.) αυτός που βαδίζει στην καταστροφή ολοταχώς: Ρίτσ. Ποιήμ. "Ω, άνθρωποι, ω, αδέλφια μου, της αδελφής μου αδέλφια, στην απέραντη θάλασσα της καρδιάς σας καταποντίζοντας τα όνειρα πλησίστια, η αλαζονεία των στοχασμών κι οι απαθείς ρεμβασμοί των Θεών".

παλινδρομώ (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ΑΜΝ πάλιν* - δρομ (τρέχω*) -ώ]
κινούμαι μπρος πίσω, εναλλάξ, πηγαινοέρχομαι
ξαναγυρίζω στο σημείο απ` όπου ξεκίνησα συνώνυμα: επανέρχομαι, ανατρέχω
(μτφ.) αλλάζω γνώμη, είμαι δισταχτικός ή άστατος στις αποφάσεις μου.


χειραφέτησηη απαλλαγή από την κηδεμονία, εξουσία ή επιρροή κάποιου

προσεταιρισμός ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :προσεταιρισ (προσεταιρίζομαι) -μός]
η αποδοχή, η πρόσληψη συνέταιρου, σύντροφου συνώνυμα: συνεταιρισμός
(κατ` επέκτ.) το να πάρει κανείς κάποιον με το μέρος του, να τον κάνει οπαδό ή φίλο του.

εγκύπτω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ εν + κύπτω ‹ ινδοευρ. ρ. *qubh- = σκυφτός]
σκύβω για να εξετάσω προσεχτικά
καταγίνομαι με κάτι με ζήλο, εμβαθύνω.

ενσκήπτω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ εν + σκήπτω ‹ ινδοευρ. ρ. *sko(i)p- = στερεώνω]
πέφτω ορμητικά ή ξαφνικά μέσα ή πάνω σε κάτι
για κακό ή ειρωνικά, παρουσιάζομαι αιφνιδιαστικά και ορμητικά: "ενέσκηψε θύελλα".

αναδίνοµαι/ αναδίδοµαι: εκπέµποµαι στον χώρο, γίνοµαι αντιληπτός µε την όσφρηση,. εκπέµποµαι προς τα πάνω, διασκορπίζοµαι σε µεγάλη έκταση

σορός και σωρός
Το ουσιαστικό σορός είναι θηλυκού γένους. Πρόκειται για αρχαία λέξη. Σημαίνει το σώμα νεκρού ανθρώπου, το λείψανο, ενώ στην αρχαιότητα η αρχική σημασία της λέξης ήταν «φέρετρο». Παραδείγματα χρήσης: Η σορός του Αρχιεπισκόπου θα εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Η σορός του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου θα διενεργηθεί νεκροψία- νεκροτομή. Δεν χρησιμοποιούνται στη νέα Ελληνική λέξεις της ίδιας οικογένειας με το ουσιαστικό σορός. Το ουσιαστικό σωρός είναι αρσενικού γένους. Είναι και αυτή αρχαία λέξη. Δηλώνει σύνολο πραγμάτων που βρίσκονται κάπου μαζί, χωρίς να έχουν τακτοποιηθεί, ταξινομηθεί κτλ. Γνωστή είναι η φράση ένα σωρό, με τη σημασία «πάρα πολλά», λ.χ.: Έχω ένα σωρό προβλήματα. Στην ίδια οικογένεια με το σωρός ανήκουν οι λέξεις επισώρευση, συσσώρευση, σωρεία, σωρηδόν. Αρκετά συχνά γράφεται το θηλυκό σορός με ω, εξαιτίας σύγχυσης με το αρσενικό σωρός. Για παράδειγμα, διαβάζουμε: Βρέθηκε η σωρός της άτυχης γυναίκας, ενώ το σωστό θα ήταν Βρέθηκε η σορός της άτυχης γυναίκας.

Άμεσα - Αμέσως
Άμεσα Αντίθετο του επιρρ. έμμεσα. Σημασία: απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου (= τροπικό επίρρημα). Π.χ. Η υπόθεση του περιβάλλοντος μας αφορά όλους άμεσα. Αμέσως Σημασία: ευθύς, πάραυτα, χωρίς αργοπορία (= χρονικό επίρρημα). Π.χ. Δεν καθυστέρησε καθόλου, ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμά μας.



Τέλεια - Τελείως
ΤέλειαΣημασία: με τέλειο τρόπο, άρτια, θαυμάσια, εξαίρετα, άριστα. Π.χ. Το σχέδιό του ήταν τέλεια οργανωμένο. Τελείως Σημασία: εντελώς, πλήρως, ολοκληρωτικά, πέρα για πέρα. Π.χ. Πρέπει να παραμείνει στο κρεβάτι, γιατί δεν έχει γίνει ακόμη τελείως καλά.

Καταρχήν (κατ’ αρχήν) ή καταρχάς (κατ’ αρχάς); Εδώ έχουμε να κάνουμε με δυο εκφράσεις που χρησιμοποιούνται λανθασμένα, ακόμα κι από ανθρώπους των γραμμάτων. Πρόκειται για δυο εντελώς ως προς την σημασία τους εκφράσεις. «Καταρχάς» σημαίνει το πρώτο στη σειρά, αρχικά, πρώτο απ’ όλα. Π.χ. «καταρχάς είμαι κουρασμένος και κατά δεύτερον δεν έχω χρόνο να πάμε για καφέ». «Καταρχήν» σημαίνει κατά κανόνα, κατά νόμο. Π.χ. «καταρχήν είσαι παράνομος, αφού πέρασες το φανάρι με κόκκινο».


αδιάκριτος (1) -η -ο […] 1. που δείχνει ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων, […] 2. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διακριτικότητας: […] αδιάκριτα EΠIPP: Φέρθηκες πολύ ~. […].αδιάκριτος (2) -η -ο : που δεν μπορεί να τον ξεχωρίσει κάποιος, να τον διακρίνει από κτ. άλλο: […] αδιάκριτα & (λόγ.) αδιακρίτως EΠIPP χωρίς διάκριση, χωρίς επιλογή: Xτυπούσε ~. Aπαγορεύτηκε η είσοδος σε όλους, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. […].
αδιάκριτα (χωρίς διακριτικότητα, «τακτ»). αδιακρίτως (ανεξαιρέτως) ...

Απλά – Απλώς
Απλά Σημασία: με απλότητα, με απλό τρόπο. Π.χ. Είναι υπέροχος δάσκαλος, μιλά απλά και κατανοητά. Απλώς Σημασία: μόνο. Π.χ. Δεν έχει τόση δύναμη στα χέρια του, είναι απλώς ένας υπάλληλος.

Έκτακτα - Εκτάκτως
Έκτακτα Σημασία: έξοχα, θαυμάσια, υπέροχα. Π.χ. Περάσαμε έκτακτα τη βραδιά μας. Εκτάκτως Σημασία: εκτός προγράμματος, απρόσμενα, απροσδόκητα. Π.χ. Τον κάλεσαν εκτάκτως στο νοσοκομείο.

Ιδιαίτερα-Ιδιαιτέρωςιδιαίτερα = πολύ,υπερβολικά,περισσότερο από καθετί άλλο
ιδιαιτέρως=χωριστά από τους άλλους

ευχάριστα (ωραία). ευχαρίστως (με προθυμία).

ShareThis

Η λίστα ιστολογίων μου